συμπαθής

συμπαθής
-ές, ΝΑ
αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος
αρχ.
1. αυτός που συμπάσχει
2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο
3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.)
4. ιατρ. (για μέλη ή όργανα τού σώματος) αυτός στον οποίο εκδηλώνεται το φαινόμενο τής συμπάθειας
5. (φιλοσ.) αυτός που έχει όμοια φύση ή διάθεση με κάποιον άλλο
6. αστρον. (για πλανήτες) αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, σε συμφωνία με κάποιον άλλο
7. ευαίσθητος στην επίδραση ή στην επήρεια που δέχεται από κάποιον ή από κάτι άλλο («τὸ γὰρ ἐν τῇ καρδίᾳ θερμὸν καὶ ἡ ἀρχὴ συμπαθέστατόν ἐστι καὶ ταχεῑαν ποιεῑται τὴν αἴσθησιν», Αριστοτ.).
επίρρ...
συμπαθώς / συμπαθῶς ΝΑ
με αίσθημα συμπάθειας, με αγάπη
αρχ.
1. με κοινά αισθήματα, με ομοιότητα αισθημάτων
2. ανάλογα ή σύμφωνα με κάτι («φησὶ δὲ τὴν τοῡ ὠκεανοῡ κίνησιν ὑπέχειν... ἐνιαυσίαν συμπαθῶς τῇ σελήνῃ», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -παθής (< πάθος), πρβλ. ἐμ-παθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Συμπαθής — affected by like feelings masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθής — affected by like feelings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθῆς — συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind act 2nd sg (doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind act 2nd sg (doric) συμπαθής affected by like feelings masc/fem acc pl (attic epic doric) συμπαθής affected by like feelings… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που προκαλεί συμπάθεια, συμπαθητικός: Μου είναι πολύ συμπαθής αυτός ο καθηγητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαθῆ — συμπαθής affected by like feelings neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) συμπαθής affected by like feelings masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) συμπαθής affected by like feelings masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθέστερον — συμπαθής affected by like feelings adverbial comp συμπαθής affected by like feelings masc acc comp sg συμπαθής affected by like feelings neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυμπαθής — Συμπαθής , Συμπαθής affected by like feelings masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαθής — συμπαθής , συμπαθής affected by like feelings masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθεστάτων — συμπαθής affected by like feelings fem gen superl pl συμπαθής affected by like feelings masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαθεστέρων — συμπαθής affected by like feelings fem gen comp pl συμπαθής affected by like feelings masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”